dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τρόπος ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensart
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τρόπος ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebensstil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τρόπος ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebenswandel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρόπος ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensform
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τρόπος ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensweise
Ⓦ
Ⓖ
…